- κηπηλασία
- η (Α κωπηλασία) [κωπηλάτης]1. το τράβηγμα τού κουπιού2. η προώθηση τού σκάφους πάνω στην επιφάνεια τού νερού με κατάλληλους χειρισμούς τών κουπιών («τὸν τῆς κωπηλασίας πόνον», Ιωάνν. Χρυσ.)νεοελλ.1. είδος αθλήματος με κωπήλατες λέμβους2. μέθοδος ή τρόπος χειρισμού τού κουπιού («αγγλική κωπηλασία»).
Dictionary of Greek. 2013.